-
1 συναπονεύω
A sway together, τοῖς σώμασιν αὐτοῖς ἴσα τῇ δόξῃ.. ξυναπονεύοντες swerving with their bodies in sympathy with their thought, of the spectators of the sea-fight at Syracuse, Th.7.71; swerve from the upright position together, Plu.2.780a; bend away so as to meet,ταῖς τοῦ ἰούλου ἀρχαῖς Philostr.Jun.Im.14
, cf. Poll.4.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπονεύω
См. также в других словарях:
συναπονεύω — και αττ. τ. ξυναπονεύω Α 1. κλίνω, γέρνω μαζί με άλλον («τοῑς σώμασιν αὐτοῑς ἴσα τῇ δόξῃ... ξυναπονεύοντες», Θουκ.) 2. αποκλίνω από ευθεία ή από κάθετη γραμμή μαζί με κάτι άλλο 3. κάμπτομαι για να ενωθώ με κάτι («ἡ κόμη ξυναπονεύουσα ταῑς τοῡ… … Dictionary of Greek